- ἐπικαίνυμαι
- ἐπι-καίνυμαι, sich auszeichnen vor
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικαίνυμαι — ἐπικαίνυμαι (AM) (αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ αρχ. παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»] … Dictionary of Greek